- αζάπης
- Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο-16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές δουλειές, όπως κωπηλάτες στα πλοία και σκαπανείς για την κατασκευή οχυρωματικών έργων. Από τα μέσα του 16ου αι., τους τοποθετούσαν μπροστά από όλο τον υπόλοιπο στρατό, για να τον καλύπτουν με τα σώματά τους. Όπως ήταν φυσικό, σκοτώνονταν έτσι μαζικά. Πολλές φορές μάλιστα, γέμιζαν με τα πτώματά τους τις τάφρους των οχυρών που πολιορκούσαν, για να περάσει ο στρατός στην απέναντι πλευρά. Οι α. αναλάμβαναν επίσης τις πιο σκληρές και επικίνδυνες δουλειές στους ναύσταθμους και στα στρατόπεδα. Σε αυτούς ανέθεταν επίσης τη φύλαξη των πιο εκτεθειμένων σημείων των φρουρίων. Η κακή αυτή μεταχείρισή τους οφειλόταν στην προέλευσή τους από τα πιο φτωχά και εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα. Συνήθως τους στρατολογούσαν σε μια και μόνο εκστρατεία και μετά τους απέλυαν.
* * *(I)ο1. άγαμος, ανύπαντρος2. ελεύθερος ατίθασος3. πιθ. πειρατής4. κυνηγός, γυναικοκατακτητής («εγώ είμαι ο πλανερός αζάπης που στήνω βρόχια τής αγάπης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. ‘azab-‘azap (= στρατιώτης ή ναύτης Τούρκος, υποχρεωμένος να μείνει άγαμος).ΠΑΡ. αζάπικος].————————(II)-ισσα, -ικοδυστυχισμένος, ταλαίπωρος, καημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. azap (= τιμωρία, βασανιστήριο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Look at other dictionaries:
άζαπος — η, ο ο αζάπικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζάπι / ζάφτι «αυτός που δεν μπορείς να τόν κάνεις ζάφτι, να τόν δαμάσεις» η < αζάπης (Ι) «ελεύθερος, ατίθασος»] … Dictionary of Greek
αζάπικος — η, ο [αζάπης (Ι)] αυτός που ενεργεί αυθαίρετα ή παράνομα, ατίθασος, ασύδοτος, ανυπότακτος … Dictionary of Greek
αζάτης — ο [αζάτι] 1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, άτακτος 2. αυτός που δεν σύρει πίσω του ζώο α) ελεύθερος, χωρίς βάρος β) πεζός 3. άγαμος, ανύπαντρος (με επίδραση τού αζάπης) … Dictionary of Greek